- Ὀνήσιλος
- Ὀνήσιλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ονήσιλος — (6oς αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου. Ήταν γιος του Χέρσιου και νεότερος αδελφός του Γόργου, βασιλιά της Σαλαμίνας, τον οποίο, εξαιτίας της φιλοπερσικής πολιτικής του, κατάφερε να εκθρονίσει με επανάσταση. Μετά από αυτό έγινε… … Dictionary of Greek
Ὀνησίλου — Ὀνήσιλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνησίλῳ — Ὀνήσιλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνήσιλον — Ὀνήσιλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Onesilus — (alternatives: Onesilos, Onisillos) (Greek: Ονήσιλος) (died 497 BC) was the brother of king Gorgos (Gorgus) of the Greek city state of Salamis on the island of Cyprus. Cyprus was a part of the Persian Empire but when the Ionians rebelled from… … Wikipedia
Второй дивизион Кипра по футболу — Дивизион В Кипра по футболу Страна … Википедия
Онесил — Онисил (др. греч. Ονήσιλος; ум. в 497 г. до н. э.) лидер восставших киприотов во время Ионийского восстания, царь Саламина на Кипре, сын Херсия, внук Сирома и правнук Евельфонта[1] … Википедия
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
Σαλαμίς — Αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στην ανατολική ακτή της, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από το γιο του Τελαμώνα Τεύκτρο. Αποικίστηκε από ελληνικά φύλα από τα τέλη της 2ης χιλιετίας και Έλληνες είναι συνήθως οι βασιλιάδες της του 6ου αι. π.Χ. που … Dictionary of Greek